- λούμακας
- ονέος ψηλός και ωραίος, λεβέντης.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. lumaca «σαλιγκάρι, νωθρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λούμακας — ο λεβέντης νέος, παλικάρι: Ο γιος του είναι λούμακας σαν τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)